Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Αποφάσεις του ΕΔΔΑ στο Στρασβούργο περί ελευθερίας και περιορισμούς της τέχνης.

 


Αποφάσεις του ΕΔΔΑ στο Στρασβούργο περί ελευθερίας και περιορισμούς της τέχνης.


1. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο: Υπόθεση Οtto –Preminger –Institut κατά Αυστρίας, της 20.09.1994, αριθμός πρωτοκόλλου: 13470/87.


Περίληψη υπόθεσης και έκβαση:

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο έκρινε ότι η κατάσχεση και κατάσχεση μιας ταινίας από την κυβέρνηση δεν παραβιάζει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ένας αυστριακός σύλλογος προώθησης οπτικοακουστικών μέσων προέβαλε μια ταινία που περιείχε εικόνες που ευτελίζουν τον Χριστιανισμό. Ο δημόσιος εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά της οργάνωσης κατόπιν αιτήματος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για απαξίωση θρησκευτικών δογμάτων σύμφωνα με το Άρθρο 188 του Ποινικού Κώδικα της Αυστρίας. Σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο για τα μέσα ενημέρωσης, ο εισαγγελέας αργότερα κατέσχεσε την ταινία και εμπόδισε τη δημόσια διανομή της. Το ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι η απουσία ομοιόμορφης θέσης στην Ευρώπη σχετικά με τη σημασία της θρησκείας στην κοινωνία σήμαινε ότι οι εθνικές αρχές είχαν δικαίωμα σε ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της αναγκαιότητας επιβολής περιορισμών για την αποφυγή προσβολής θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Ιστορικό:

Το Otto-Preminger-Institut für audiovisuelle Mediengestaltung (OPI), ήταν μια ιδιωτική ένωση στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας που προσπάθησε να προωθήσει τη δημιουργικότητα, την επικοινωνία και την ψυχαγωγία μέσω των οπτικοακουστικών μέσων. Το 1985, η ένωση ανακοίνωσε μια σειρά από έξι προβολές της ταινίας Das Liebeskonzil («Συμβούλιο στον Παράδεισο»). Η παράσταση ήταν περιορισμένη για άτομα ηλικίας 17 ετών και κάτω. Η ανακοίνωση δεν περιελάμβανε το περιεχόμενο της ίδιας της ταινίας, αλλά έφερε μια δήλωση ότι οι εικόνες και οι παραλογισμοί του χριστιανικού δόγματος θα ήταν καρικατούρες. Κατόπιν αιτήματος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά του διευθυντή του OPI, κ. Dietmar Zingl, στις 10 Μαΐου 1985. Κατηγορήθηκε για την πράξη της «απαξίωσης των θρησκευτικών δογμάτων», που απαγορεύεται σύμφωνα με το Άρθρο 188 του Ποινικού Κώδικα της Αυστρίας.

Επισκόπηση απόφασης:

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε καταρχάς ότι η κατάσχεση της ταινίας επιδίωκε νόμιμο σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 10 της Σύμβασης. Σημείωσε ότι γενικά «ο τρόπος με τον οποίο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και δόγματα αποτελούν αντικείμενο είτε εναντίωσης είτε άρνησης τους είναι ένα θέμα που μπορεί να εμπεριέχει την ευθύνη του Κράτους, ιδίως την ευθύνη του να διασφαλίζει την ειρηνική απόλαυση του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 9 στους κατόχους αυτών των πεποιθήσεων και δογμάτων». [Σκέψη 47] Στην προκειμένη περίπτωση, το Άρθρο 188 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα είχε σκοπό να καταστείλει συμπεριφορά που στρεφόταν κατά της θρησκείας και ήταν πιθανό να προκαλέσει «δικαιολογημένη αγανάκτηση». Έτσι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, σκοπός του ήταν να προστατεύσει τους πολίτες από την προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων από τη δημόσια έκφραση. Με βάση τους όρους που χρησιμοποιούνται στις αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων και τον τρόπο διατύπωσής τους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κατάσχεση ως παρέμβαση επιδίωκε πράγματι θεμιτό σκοπό. [Σκέψη 48]. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συζήτησε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κατάσχεσης σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αρχικά επανέλαβε τη σημασία της νομολογίας του στην υπόθεση Handyside v. United Kingdom, Handyside v. United Kingdom, αριθμός προσφυγής 5493/72 (1976) και τον κανόνα, ο οποίος υποστηρίζει ότι το άρθρο 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν εφαρμόζεται μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευνοϊκά δεκτές ή θεωρούνται ως απαράδεκτες ή ως θέμα αδιαφορίας, αλλά και σε εκείνες που συγκλονίζουν, προσβάλλουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού. [Σκέψη 49] Τέτοια είναι τα αιτήματα εκείνου του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρύτητας πνεύματος χωρίς την οποία δεν υπάρχει «δημοκρατική κοινωνία»» [Σκέψη 49].

Εδώ, το ΕΔΔΑ έκρινε αρχικά ότι το εθνικό δικαστήριο της Αυστρίας δεν υπερέβη το περιθώριο εκτίμησής του καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» για τη διατήρηση της θρησκευτικής ειρήνης. Μολονότι λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσβαση του κοινού στην επίμαχη ταινία υπόκειτο σε περιορισμό πληρωμής και ηλικίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προτεινόμενη προβολή σε μια πόλη, όπου η Ρωμαιοκαθολική είναι η πλειοψηφική θρησκεία, διαφημιζόταν ευρέως και, ως εκ τούτου, ισοδυναμούσε με μια έκφραση αρκετά δημόσια για να προκαλέσει προσβολή. Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι κατά την κατάσχεση της ταινίας, οι αρχές ενήργησαν για να εξασφαλίσουν τη θρησκευτική ειρήνη στην περιοχή και να αποτρέψουν τους ανθρώπους να αισθανθούν το αντικείμενο των επιθέσεων στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αδικαιολόγητο και προσβλητικό τρόπο. Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το ίδιο σκεπτικό για την κατάσχεση της ταινίας από την κυβέρνηση. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κρατική κατάσχεση της ταινίας δεν συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.



2. Ευρωπαικό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο: Υπόθεση Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 7.12.1976, με αριθμό πρωτοκόλλου 5493/72.


Επισκόπηση απόφασης:

Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε: «η αναγκαιότητα υπονοεί την ύπαρξη επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης». Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενό του άρθρο 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το πεδίο εφαρμογής του αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση για εξισορρόπηση των ατομικών ελευθεριών με τα κοινωνικά συμφέροντα με τρόπο που να υποστηρίζει τις δημοκρατικές αρχές αλλά ο οποιοσδήποτε ασκεί το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης αναλαμβάνει “υποχρεώσεις και ευθύνες” η έκταση των οποίων συναρτάται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε και το τεχνικό μέσο πουχρησιμοποίησε”. Ενώ το άρθρο 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει μια προστατευτική ασπίδα στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, αναγνωρίζει επίσης την αναγκαιότητα ύπαρξης περιορισμών. Εγγυάται, δηλαδή, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Υπόκειται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ορίζονται από το νόμο και είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Ιστορικό:

Επρόκειτο για την κατάσχεση ενός βιβλίου που απευθύνονταν σε μαθητές, στο οποίο τους ενημέρωνε με διδακτικό τρόπο για όλων των ειδών τις δυνατές σεξουαλικές πρακτικές και τους προέτρεπε να ακολουθούν τις επιθυμίες τους και όχι τις διδαχές διδασκάλων και γονέων.

Επισκόπηση απόφασης:

Το Δικαστήριο έθεσε κανόνες του εκ μέρους του ελέγχου των εθνικών νόμων, διοικητικών πράξεων και δικαστικών αποφάσεων, προσδιορίζοντας ότι ο έλεγχος στον οποίο προβαίνει είναι επικουρικός, με συνέπεια να ελέγχει αν τα επιμέρους κράτη σωστά εφήρμοσαν τους κανόνες της της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (αν δηλαδή η επέμβαση είναι θεμιτή- προβλέπεται από νόμο και είναι απαραίτητη για μια δημοκρατική κοινωνία, υποβάλλοντας τουτέστιν στο “τεστ” της αναλογικότητας την πλησσόμενη επέμβαση) χωρίς να κάνει το ίδιο πρωτοτύπως την υπαγωγή. Ακολούθως έκρινε ότι στα ζητήματα προστασίας των ηθών και της ευαισθησίας απέναντι σε ορισμένες ιδέες ή απόψεις των κοινωνιών των επιμέρους κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν υπάρχει ένας σαφής κοινός μέσος όρος πανευρωπαϊκός, ούτε ομοιομορφία αντιλήψεων- σε αντίθεση με ότι ισχύει για τα ζητήματα της προστασίας του πολιτικού λόγου 7 και, επομένως, τα κράτη-μέλη διαθέτουν ευρύτερη διακριτική ευχέρεια, ο δε έλεγχος του Δικαστηρίου είναι χαλαρότερος, θα λέγαμε οριακός Μετά παρέθεσε 2 σκέψεις, οι οποίες έχουν πια γίνει κλασικές, και επαναλαμβάνονται παγίως σε όλες τις αποφάσεις που ασχολούνται με την ελευθερία έκφρασης: Είναι και οι δύο στην παράγραφο 49 της απόφασης: Η ελευθερία έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιωδέστερα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πρόοδο μιας κοινωνίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των επιμέρους ατόμων. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 η ελευθερία αυτή ισχύει όχι μόνο για τις πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται αποδεκτές ευνοϊκά ή που θεωρούνται μη ενοχλητικές ή αδιάφορες αλλά και για εκείνες που θίγουν, προσβάλλουν, ενοχλούν ή προκαλούν ανησυχία στο Κράτος ή σε κάποιο τμήμα ή ομάδα της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία....Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ο οποιοσδήποτε ασκεί το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης αναλαμβάνει “υποχρεώσεις και ευθύνες” η έκταση των οποίων συναρτάται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε και το τεχνικό μέσο πουχρησιμοποίησε”. Το ΕΔΔΑ για το λόγο αύτό έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.



ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


  
   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου